- ανακουνώ
- -κούνησα, -κουνήθηκα και -κουνίστηκα, -κουνημένος και -κουνισμένος1. ανακινώ, αναταράζω: Ανακούνησε το μπουκάλι κι ύστερα έβαλε στο ποτήρι.2. συνταράζω, αναστατώνω: Ανακουνήθηκε ο τόπος από τα φουρνέλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.